Ο Άγιος Κυπριανός Καρθαγένης και το ζήτημα των Πεπτωκότων (Lapsi)

Thascius Caecilius Cyprianus, Καρθαγένη 200/210-258

Thascius Caecilius Cyprianus, 
Καρθαγένη 200 / 210-258

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Η μνήμη του Αγίου Κυπριανού τιμάται
από την Ορθόδοξη Εκκλησία 2 Οκτωβρίου
και από την Ρωμαιοκαθολική 16 Σεπτεμβρίου.

Ευχαριστούμε τον θεολόγο κ. Νίκο Ζαΐμη για την πρώτη
παρουσίαση στις 24/1/2014 στην Αέναη επΑνάσταση

Ο Άγιος Κυπριανός Καρθαγένης και 
το ζήτημα των Πεπτωκότων (Lapsi)*

O Άγιος Κυπριανός [1] (Thascius Caecilius Cyprianus, Καρθαγένη 200/210-258), αναγνωρίστηκε από την χριστιανική συνείδηση ως μια από τις περισσότερο σημαντικές προσωπικότητες της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων. Το θεολογικό του έργο και οι αγώνες του για την ενότητα της Εκκλησίας τον κατατάσσουν στην πρώτη γραμμή των Λατίνων Πατέρων όλων των εποχών.[2]

Η Εκκλησία στην εποχή του Κυπριανού δοκίμασε στους κόλπους της μια εξαιρετικά επικίνδυνη κρίση, η οποία κυριολεκτικά απείλησε τη γνησιότητα και την ενότητά της και η κρίση αυτή οφειλόταν κυρίως στα εξής τρία θέματα:

α) Τη συγχώρεση ή μη των πεπτωκότων (lapsi).
β) Την ενότητα της Εκκλησίας.
γ) Της εγκυρότητας ή μη του βαπτίσματος των αιρετικών.

Οι διωγμοί πέραν του νέφους των μαρτύρων και των πνευματικών δυνάμεων του Χριστιανισμού, δημιούργησαν πολύ σοβαρά εσωτερικά προβλήματα λόγω της εκπτώσεως των ασθενεστέρων από την πίστη.

 Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες: Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας

Η έκπτωση συνίστατο στην άρνηση του Χριστού από τους Χριστιανούς ενώπιον των Ρωμαϊκών αρχών με τη θυσία στους εθνικούς θεούς, ή με την προσφορά θυμιάματος στο άγαλμα του αυτοκράτορα ή και στους εθνικούς θεούς ή με εξασφάλιση κάποιου λιβέλλου τελέσεως των ανωτέρω πράξεων από τη ρωμαϊκή αρχή ή τέλος με την επίδοση ιερών βιβλίων της Εκκλησίας κατά τους διωγμούς του Γ' αιώνα για την απόδειξη της αρνήσεως του Χριστιανισμού.

Το γεγονός βέβαια του ότι μόνο με την ομολογία της πίστεως ήταν αρκετό ώστε ο χριστιανός να καταδικαστεί σε επώδυνο και ταπεινωτικό θάνατο συνετέλεσε ώστε σε όλες τις περιόδους των διωγμών να αναφανούν, πέρα του νέφους των μαρτύρων και ένας αριθμός πεπτωκότων (lapsi).

Η μεταμέλεια και η επιθυμία επιστροφής των πεπτωκότων στους κόλπους της Εκκλησίας, μετά το τέλος των διωγμών, απασχόλησε σοβαρά την Εκκλησία, ιδιαίτερα στις περιοχές της Ιταλίας, Β. Αφρικής, Αιγύπτου και Μικράς Ασίας. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν σαφές:
  • Μπορούν οι πεπτωκότες μετά από ανάλογη μετάνοια να επιστρέψουν στους κόλπους της Εκκλησίας;[3]
Η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού έθεσε πράγματι σε δοκιμασία την Εκκλησία της Καρχηδόνας. Οι αυστηροί μοντανίζοντες κύκλοι [4] υποστήριζαν ότι η Εκκλησία δεν πρέπει, αλλά και δεν μπορεί να συγχωρήσει τους μετανοούντες πεπτωκότες (lapsi)˙ άλλοι, οι πολλοί επιεικείς κληρικοί, τους δέχονταν με μόνη προϋπόθεση τη δήλωση της επιθυμίας τους για επιστροφή στην Εκκλησία με συγχωρητικό έγγραφο, που έπαιρναν οι πεπτωκότες από ομολογητές πίστεως.

Ο Κυπριανός είδε ορθά, με τη βοήθεια και της ανάλογης θεολογίας του Διονυσίου Κορίνθου (Β' αι.), ότι και στις δύο περιπτώσεις καταλύεται το μυστήριο της μετανοίας. Διότι εν προκειμένω η Εκκλησία είτε δε θα μπορούσε να συγχωρεί τους πεπτωκότες, είτε θα τους δεχόταν χωρίς έμπρακτη μετάνοια για την πτώση τους, λόγω του ότι η συγχώρεση δε θα δίνονταν από κληρικούς.

Έτσι άλλαζε κυριολεκτικά η εσωτερική δομή και γνησιότητα της Εκκλησίας τόσο, ώστε να είναι προβληματική η σωτηρία που προσφέρει. Η θέση λοιπόν του Κυπριανού εξασφάλιζε τη δομή και τη γνησιότητα της Εκκλησίας, διότι δέχτηκε (άρα η Εκκλησία μπορεί να συγχωρεί) υπό τον όρο ότι θα δείξουν έμπρακτη μετάνοια (η αμαρτία αίρεται μόνο με τη μετάνοια) την οποία θα δήλωναν σε κληρικό (μόνο οι κληρικοί έχουν στην Εκκλησία τη χάρη να δέχονται την μετάνοια).

Έτσι γίνεται κατανοητό ότι όλα τα πρακτικά προβλήματα είναι θεολογικά και όλα τα πράγματι θεολογικά προβλήματα είναι πρακτικά. Η θέση του Κυπριανού είναι καθαρά θεολογική αντιμετώπιση και δεν οφείλεται στην ευκαμψία ή την ηπιότητα του χαρακτήρα του.

Τις θέσεις του γενικότερα για το όλο ζήτημα ο Κυπριανός τις συγκέντρωσε στο έργο του De Lapsis (Περί των Πεπτωκότων)[5], το οποίο συνέγραψε το 251 για το μεγάλο αυτό πρόβλημα που κλήθηκε να αντικεμτωπίσει η Εκκλησία ύστερα από το διωγμό του Δεκίου. Οι θέσεις εν γένει του Κυπριανού έγιναν αποδεκτές και από το σύνολο των Αφρικανών Επισκόπων στις Συνόδους της Καρθαγένης (251 και 252), οι οποίες με τις αποφάσεις τους έδωσαν οριστικό τέλος στο εν λόγω ζήτημα.

Βιβλιογραφία
[1] Περί του Κυπριανού βλ. σχετικά Παπαδοπούλου Στ., Πατρολογία, τ. Α', Αθήνα 2011, σελ. 427-442.
[2] Σκουτέρη Κων/νου, Ιστορία Δογμάτων, τ. Α', Αθήνα 1998.
[3] Φειδά Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α', Αθήνα 2002, σελ. 138-139.
[4] Για το ζήτημα του Μοντανισμού βλ. σχετικά Χρήστου Π., «Μοντανισμός», ΘΗΕ 9 (1966) 72-75.
[5] Περί των Πεπτωκότων βλ. Ιωαννίδη Φωτίου, Κυπριανός Καρχηδόνας, De Lapsis - Οι Πεπτωκότες, Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια, Πατερικά και Αγιολογικά Κείμενα και Μελέτες VIII, Θεσσαλονίκη 2013.
[6] πηγήΑέναη επΑνάσταση by Sophia Ntrekou.gr


*Lapsi: Πεπτωκότες
Επιμέλεια Σ. Ντρέκου

Πεπτωκότες (Λατ. lapsi, ενικός lapsus) ονόμαζαν στην αρχαία εκκλησία τους αποστατημένους ή εκπεσόντες Χριστιανούς, κατά τους διωγμούς την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι «πεπτωκότες» αρνούνταν να δώσουν ομολογία πίστης και προτιμούσαν να αποφύγουν το μαρτύριο. Οι αιτίες για την υποχώρηση ως προς την πίστη τους ήταν ποικίλες, όπως:
  • εκείνοι που συμμετείχαν σε παγανιστικές θυσίες (sacrificati, από το Λατ. sacrificare «θυσιάζω»),
  • εκείνοι που πρόσφεραν θυμίαμα ενώπιον ομοιώματος του αυτοκράτορα (thurificati, από το Λατ. thurificare «καίω θυμίαμα»)
  • εκείνοι που πλήρωναν για να αποκτήσουν πιστοποιητικά (libellum, «επιστολή, πιστοποιητικό») που βεβαίωναν ότι είχαν επιστρέψει στον παγανισμό (libellatici),
  • σε εκείνους που παρέδιδαν ιερά βιβλία ή/και σκεύη ή που πρόδιδαν τα ονόματα ομοπίστων τους (traditores, από το Λατ. tradere «παραδίδω, προδίδω») και
  • εκείνους που έκαναν ψευδείς δηλώσεις ή πλήρωναν για να γλιτώσουν τη ζωή τους (acta facientes, δηλ. «εκείνοι που εκτελούν τις πράξεις»).

Ο εκκλησιαστικός χειρισμός των πεπτωκότων μετά το πέρας των διωγμών, ιδίως κατά τον 3ο αιώνα, αποτέλεσαν αιτία για διαμάχες και σχίσματα στην αρχαία χριστιανική εκκλησία όσον αφορά τον τρόπο που θα μπορούσαν να επανέλθουν στους κόλπους της. Αρχικά η εκκλησία κρατούσε αυστηρή στάση, αφού ζητούσε μετάνοια έως την «επιθανάτια κλίνη» όπου και ο Χριστός θα αποφάσιζε για την ψυχή του μετανοούντα. Οι πεπτωκότες κατά κύριο λόγο απαγορευόταν να συμμετέχουν στη Θεία Ευχαριστία. Με τα χρόνια και με την αύξηση των πεπτωκότων η εκκλησία στο σύνολό της υιοθέτησε μια πιο διαλλακτική στάση που αρχικά έγινε αιτία συγκρούσεων και σχισμάτων, ιδίως στη Δύση. Αργότερα η ονομασία πήρε την έννοια αυτών που αποχώρησαν από την εκκλησία ή έχασαν την πίστη τους και αποφάσισαν να επιστρέψουν.

Βιβλιογραφία
Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία, Eκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2003.
Erwin L. Lueker, Luther Poellot & Paul Jackson, Christian Cyclopedia, Concordia Publishing House, 2000.

Δείτε: Αφιέρωμα: Ο Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη (2 Οκτωβρίου)

Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνας
Ο Θάσκιος Καικίλιος Κυπριανός 
(210 - 14 Σεπτεμβρίου 258)


Γεννήθηκε το 210 στην Καρχηδόνα της βόρειας Αφρικής. Καταγόταν από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια, η οποία του εξασφάλισε λαμπρή μόρφωση. Η μόρφωση που έλαβε σχετιζόταν κυρίως με τη ρητορική και τη φιλοσοφία, ενώ άσκησε και το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα, στη γενέτειρά του.

Στα νεανικά του χρόνια έζησε έντονη ζωή, υπήρξε ειδωλολάτρης και ασχολήθηκε με τη μαγεία, που στην περιοχή της Καρχηδόνας την εποχή του ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Μάλιστα είχε καταστεί και γνωστός μάγος στην περιοχή, ενώ μετέβη και στην Αντιόχεια, που ήταν το πολιτιστικό κέντρο της εποχής, συνεχίζοντας και διευρύνοντας την τέχνη της μαγείας.



Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (6 Ιουνίου 1749 - 14 Ιουλίου 1809) από τις σημαντικότερες ασκητικές μορφές της σύγχρονης ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος Καλλιβούρτσης. Θεωρείται ως μια από τις ηγετικές μορφές της κίνησης των Κολλυβάδων Πατέρων, μαζί με τους Μακάριο Νοταρά και Αθανάσιο Πάριο. Η συνεισφορά του υπήρξε πολύπλευρη και αφορούσε ποιμαντικό και συγγραφικό έργο, ενώ είναι και ο συγγραφέας του Πηδαλίου, της Φιλοκαλίας και του Ευεργετινού. (Βλ. εδώ)

Άγιοι Κυπριανός και Ιουστίνη Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β', μνήμη τοῦ 
Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης τῆς Παρθένου.

Ἀλγεῖ Σατανᾶς τὸν πάλαι φίλον βλέπων,
Ξίφει φιλοῦντα συνθανεῖν Ἰουστίνῃ.
Τμήθη δευτερίῃ σὺν Ἰουστίνῃ Κυπριανός.

Οὗτος, ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ τὴν ἐν Λιβύᾳ Καρχηδόνα, ἢ Καρθαγένην, διέτριβε δὲ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας, κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει σν΄ [250]· ἦτον δὲ εὐγενὴς καὶ πλούσιος, καὶ πρὸς τούτοις φιλόσοφος, καὶ κατὰ τὴν μαγικὴν ἄκρος. Ἐτραβίχθη δὲ εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν μὲ τὸν ἀκόλουθον τρόπον. Ἕνας ἄνθρωπος Ἕλλην, Ἀγλαΐδας ὀνομαζόμενος, ἠγάπησε μίαν κόρην παρθένον, Χριστιανὴν κατὰ τὴν πίστιν, καταγομένην ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ὀνομαζομένην Ἰουστίναν (1).

Ἐπειδὴ δέ, δὲν ἐδύνετο νὰ ἐπιτύχῃ τοῦ ποθουμένου, τί κάμνει; Ἐπῆγεν εἰς τὸν θεῖον τοῦτον Κυπριανόν, παρακαλῶν αὐτὸν ἵνα διὰ τῆς αὐτοῦ συνεργίας ἐπιτύχῃ τὸν κακόν του σκοπόν. Ὁ δὲ Κυπριανὸς ἀναγνώσας τὰ μαγικὰ βιβλία του, ἔστειλε μὲν πολλάκις καὶ ἄλλους διαφόρους δαίμονας, διὰ νὰ γελάσουν τὴν κόρην, καὶ νὰ ἑλκύσουν αὐτὴν εἰς τὸν τοῦ Ἀγλαΐδα ἔρωτα. Ἔπειτα ἔστειλεν εἰς αὐτὴν καὶ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Ἀλλ’ οὐδὲν ἐκατώρθωσεν. Ὅθεν ἐκ τούτου γνωρίσας ὡς φρόνιμος, τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀκαταμάχητον δύναμιν, διὰ μέσου τῆς ὁποίας κατῄσχυνεν ἡ κόρη τοὺς δαίμονας, καὶ ἀπράκτους αὐτοὺς ἔστρεψε πρὸς τὸν ἀποστείλαντα, εὐθὺς ἀποστρέφεται τὴν πλάνην, καὶ πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν. Διὰ νὰ δώσῃ δὲ περισσοτέραν πληροφορίαν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, ὁποῦ ἔμελλε νὰ τὸν βαπτίσῃ, ὅτι εἶναι στερεὸς εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, εὐθὺς φέρει ὅλα τὰ μαγικά του βιβλία, καὶ κατακαίει αὐτὰ ἔμπροσθεν τοῦ Ἐπισκόπου. Καὶ οὕτω γίνεται πρόβατον τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ἔπειτα χειροτονηθεὶς βαθμηδόν, Ἀναγνώστης, Ὑποδιάκονος, Διάκονος, καὶ Πρεσβύτερος, τελευταῖον χειροτονεῖται καὶ τῶν Καρχηδονίων Ἐπίσκοπος (2). Οὗτος καὶ τὴν προρρηθεῖσαν Ἁγίαν Ἰουστίναν οὕτω μετωνόμασε. Πρότερον γὰρ ἐκαλεῖτο Ἰοῦστα. Καὶ συναριθμήσας αὐτὴν μὲ τὰς Διακόνους τῆς Ἐκκλησίας, κατέστησε Μητέρα καὶ Ἡγουμένην εἰς τὰς ἐκεῖ εὑρισκομένας ἀσκητρίας.


Ἀφ’ οὗ δὲ αὔξησε τὸ ποίμνιόν του μὲ τὴν δύναμιν τῶν λόγων του, καὶ μὲ τὸν θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετον βίον του· καὶ ἀφ’ οὗ ἐγέμωσε τὸ μέρος τῆς μεσημβρίας καὶ δύσεως ἀπὸ θεογνωσίαν, τότε τέλος πάντων διαβάλλεται κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα Δέκιον. Ὅθεν παραστέκεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καὶ φανεὶς ἀνώτερος ἀπὸ κάθε κολακείαν ὁμοῦ καὶ φοβερισμόν, ἐξωρίσθη. Ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ εἰς τὴν ἐξορίαν εὑρισκόμενος, δὲν ἔπαυε νὰ φροντίζῃ διὰ τὸ ποίμνιόν του, καὶ νὰ στηρίζῃ αὐτὸ συνεχῶς μὲ τὰ γράμματά του, καὶ πρὸς τούτοις ἐπειδὴ ἐφιλονείκει νὰ σβύσῃ ὅλην τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας, διὰ ταῦτα λέγω πᾶντα πιάνεται ἀπὸ τὸν κόμητα τῆς Ἀνατολῆς Εὐτόλμιον καλούμενον, καὶ ἐφυλακώθη ὁμοῦ μὲ τὴν παρθένον Ἰουστίναν. Ὕστερον παραστέκεται μὲ αὐτὴν εἰς τὸ ἐν Δαμασκῷ κριτήριον. Καὶ ἐπειδὴ ὡμολόγησαν παρρησίᾳ καὶ οἱ δύω τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο, ὁ μὲν Κυπριανός, κρεμασθεὶς καταξεσχίζεται, ἡ δὲ Ἰουστίνα κτυπᾶται εἰς τὸ πρόσωπον ἄσπλαγχνα. Ἔπειτα βάλλονται καὶ οἱ δύω εἰς ἕνα ἀναμμένον τηγάνι. Μὲ τὴν δύναμιν δὲ τοῦ Χριστοῦ, ἐφυλάχθησαν ἀπὸ τὴν βάσανον ἀβλαβεῖς.



Τοῦτο δὲ τὸ θαυμάσιον βλέπων ἕνας συγκάθεδρος τοῦ κόμητος, Ἀθανάσιος ὀνόματι, ἐθρασύνθη ἀνόητα. Καὶ θέλωντας τάχα νὰ δείξῃ τοὺς θεούς του ἀνωτέρους καὶ καλλιτέρους τοῦ Χριστοῦ, ἐπικαλέσθη τὸν ψευδώνυμον Δία καὶ Ἀσκληπιόν, καὶ τρέχωντας πηδᾷ ἐπάνω εἰς τὸ ἀναμμένον τηγάνι. Ἀλλ’ εὐθὺς ὁ μάταιος ὑπὸ τοῦ πυρὸς κατεκάη. Ἀπορήσας λοιπὸν ὁ κόμης, καὶ τί νὰ κάμῃ μὴ ἠξεύρωντας, πέμπει τοὺς Ἁγίους εἰς Νικομήδειαν πρὸς τὸν τότε βασιλέα Κλαύδιον, τὸν βασιλεύσαντα ἐν ἔτει σξη' [268].

Ὁ δὲ Κλαύδιος μαθὼν ἀκριβῶς τὴν στερεὰν γνώμην τῶν Ἁγίων καὶ ἀμετάθετον, ἔκοψε τούτων τὰς κεφαλάς. Καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ τρισμακάριοι τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον. Τὰ δὲ τίμια αὐτῶν λείψανα, πέρνοντες κρυφίως μερικοὶ Χριστιανοί, οἵτινες εἶχον ἔλθει τότε ἀπὸ τὴν Ῥώμην, πάλιν εἰς τὴν Ῥώμην ἐγύρισαν, φέροντες μαζί των καὶ τὰ τῶν Ἁγίων τούτων ἔγγραφα μαρτύρια. Καὶ οὕτως ἀπεθησαύρισαν τὰ λείψανά των ἐπάνω εἰς τὸν πλέον ὀνομαστὸν λόφον τῆς πόλεως Ῥώμης, ἰάσεις πλουσίας ἐνεργοῦντα εἰς τοὺς προστρέχοντας αὐτοῖς μετὰ πίστεως. (Τὸν Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Ἐφραὶμ πλατύτερον (3).) 


Παραπομπές:

(1) Ὁ δὲ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ εἰς τὸν μέγαν Κυπριανὸν ἐγκωμίῳ, λέγει, ὅτι ὁ θεῖος Κυπριανὸς ἦτον ὁ τῆς Ἰουστίνης ἐραστής, καὶ οὐχὶ ἄλλος τις. Φησὶ γάρ· «Παρθένος τις ἦν κάλλει περίβλεπτος τῶν εὐπατριδῶν καὶ κοσμίων… ταύτης ὁ μέγας ἥλω Κυπριανός, οὐκ οἶδ’ ὅθεν, καὶ ὅπως, τῆς πᾶντα ἀσφαλοῦς καὶ κοσμίας. Ψαύουσι γὰρ ὀφθαλμοὶ λίχνοι καὶ τῶν ἀψαύστων, τὸ προχειρότατον ὀργάνων καὶ ἀπληστότατον. Καὶ οὐχὶ ἥλω μόνον. Ἀλλὰ καὶ ἐπείρα. Ὢ τῆς εὐηθείας, εἰ ταύτης συλήσειν ἤλπιζεν!»


(2) Σημείωσαι, ὅτι ὁ θεῖος Κυπριανὸς τρεῖς τοπικὰς Συνόδους συνήθροισεν ἐν Καρχηδόνι. Πρώτην, ἐν ἔτει 255, δευτέραν, ἐν ἔτει 258, καὶ τρίτην, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει. Ἥτις καὶ Κανόνα ἐξέθετο, ἐν ᾧ διορίζεται, ὅτι πᾶντες οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοὶ πρέπει νὰ βαπτίζωνται. Καθότι τὸ Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν εἶναι ἄδεκτον. Καὶ ὅρα περὶ τούτου ἐν τῷ ἡμετέρῳ Κανονικῷ, σελ. 252.

(3) Σημείωσαι, ὅτι τὰ εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ ἐλλείποντα τροπάρια, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἐλαχιστότης. Καὶ Κανόνα δεύτερον συνέθηκεν εἰς αὐτόν, καὶ ὁ θέλων ἑορτάζειν τὸν Ἅγιον, ζητησάτω ταῦτα. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι ὡς ἀξιόλογον, ὅπερ διηγεῖται ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ εἰς τὸν Ἅγιον Κυπριανὸν ἐγκωμίῳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Μικροῦ Κυπριανὸς διέφυγεν ἡμᾶς». Καὶ ὁ Νικήτας σχολιάζει. Δηλαδή, ὅτι τὸ μὲν ὄνομα τοῦ θείου Κυπριανοῦ ἐφημίζετο μετὰ θάνατον ὄχι μόνον κοντὰ εἰς τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ κοντὰ εἰς τοὺς Ἕλληνας. Τὸ δὲ σῶμα καὶ λείψανον αὐτοῦ ἦτον κεκρυμμένον κοντὰ εἰς μίαν γυναῖκα. Ἡ ὁποία ὠνομάζετο μὲν Ματρῶνα, ἐπωνομάζετο δὲ Ῥουφίνα. Ἥτις ἐκατάγετο ἀπὸ τὸ γένος τοῦ βασιλέως Κλαυδίου. Ἐκρύπτετο δὲ εἰς αὐτήν, εἴτε διατὶ ὁ Θεὸς ἐτίμα τὴν γυναῖκα, ὡς φιλόθεον καὶ φιλομάρτυρα, εἴτε διατὶ ἐδοκίμαζε τοὺς τότε Χριστιανούς, ἀνίσως ζητήσουν τὸ τοῦ Ἁγίου λείψανον, μὴ ὑποφέροντες νὰ τὸ ὑστεροῦνται.


Ὕστερον δέ, τιμῶν ὁ Θεὸς ἄλλην γυναῖκα, ἀπεκάλυψε τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου εἰς αὐτήν. Εἰς τὴν ὁποίαν παρέδωκε τὸ λείψανον ἡ Ματρῶνα. Καὶ οὕτως ἐφανερώθη ὁ Ἅγιος καὶ ἐτιμᾶτο παρὰ πάντων. Ἀγκαλὰ καὶ αὐτὴ ἐκαταφρόνει τὰς ἀνθρωπίνας τιμάς, καὶ ἠγάπα νὰ λανθάνῃ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μένῃ ἀφανὴς εἰς αὐτούς. Τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Πολλὰ καὶ μεγάλα». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)


Το συγγραφικό έργο του Κυπριανού Καρχηδόνας αποτελείται από επιστολές και σύντομες περιστασιακές πραγματείες, οι οποίες αναφέρονται κυρίως σε πρακτικά ποιμαντικά ζητήματα.
  • Ad Donatum (Προς το Δονάτο), CCL III, A (1976) και SCh 291(1982).
  • Quod idola dii non sint (Γιατί τα είδωλα δεν είναι θεοί), CSEL III, 1.
  • De habitu virginum (Περί της ενδυμασίας των παρθένων), CSEL III, 1.
  • Testimoniarum libri III ad Quirinum (Μαρτυριών τρία βιβλία προς τον Κυρίνο), CCL III (1972).
  • De Lapsis (Περί των Πεπτωκότων), CCL III (1972). Νεοελληνική απόδοση από τον Φώτιο Ιωαννίδη, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2013
  • De Catholicae Ecclesiae unitate (Περί της ενότητας της Καθολικής Εκκλησίας), SCh 9(1942) και CCL III (1972). Ελληνική μετάφραση του έργου εκπονήθηκε από τον Κ. Δρατσέλλα, Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος, De Catholicae Ecclesiae Unitate, επιστολαί 73, 66, 46, 74, 10, 70 (Μετάφρασις εκ του λατινικού μετ’ εισαγωγής), Αθήναι 1968.
  • De mortalitate (Περί του θανάτου), CCL III, A (1976).
  • De Domenica Oratione (Περί της Κυριακής Προσευχής), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση του έργου εκπόνησε ο Δ. Μενάγιας, Ευαγγελικός Κήρυξ 9(1865) και ο Αρχιμ. Θεόκλητος Χρ. Ντζάθας, Του εν αγίοις πατρός ημών Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνος, Πατερικαί υποθήκαι περί της Κυριακής προσευχής (De Domenica Oratione). Μετάφραση εκ του Λατινικού πρωτοτύπου στη Νεοελληνική γλώσσα με εισαγωγή - ερμηνευτικά σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία - παραπομπές, Αθήναι 2003.
  • De opere et eleemosynis (Περί έργων και ελεημοσύνης), CCL III A (1976).
  • Ad Demetrianum (Προς το Δημητριανό), CCL III A (1976) και SCh 467(2003).
  • De bono patientiae (Περί του αγαθού της υπομονής), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση εκπόνησε ο Γρ. Ζιγαβηνός, Ευαγγελικός Κήρυξ 7(1863) και ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Χρ. Ντζάθας, Του εν αγίοις πατρός ημών Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνος, Πατερικαί Υποθήκαι περί του αγαθού της υπομονής (De bono patientiae), Μετάφραση εκ του Λατινικού πρωτοτύπου στη Νεοελληνική γλώσσα με εισαγωγή - ερμηνευτικά σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία - παραπομπές, Αθήναι 2004.
  • Ad Fortunatum (Προς το Φορτουνάτο), CCL III (1972).
  • De zelo et livore (Περί ζήλιας και φθόνου), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση εκπόνησε ο Γρ. Ζιγαβηνός, Ευαγγελικός Κήρυξ 1(1857).
Διασώθηκε επίσης ένα corpus, αποτελούμενο από 81 Επιστολές. Από αυτές, οι 65 γράφτηκαν από τον ιερό Πατέρα, ενώ οι 16 είχαν ως αποδέκτη είτε τον άγιο είτε το πλήρωμα της καρχηδονικής Εκκλησίας. Βλ. την έκδοσή τους στον L. Bayard, Saint Cyprien, Correspondance, I - II, Paris 1961-1962. Την ελληνική μετάφραση, μερικών από αυτές, βλ. στον Κ. Δρατσέλλα, Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος, ό. π., Αθήναι 1968. 

Βιβλιογραφία:
• Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον www.ec-patr.org
• www.synaxaristis - ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
• Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
• Βικιπαίδεια, wikipedia.org
πηγή: Αέναη επΑνάσταση


Κυπριανός Καρχηδόνας 

Ο Θάσκιος Καικίλιος Κυπριανός (Thascius Caecilius Cyprianus, 210 - 14 Σεπτεμβρίου 258) ήταν επίσκοπος Καρχηδόνας και σημαντικός συγγραφέας της πρωτοχριστιανικής περιόδου, του οποίου σώζονται πολλά έργα στη λατινική γλώσσα. Έζησε και έδρασε κατά τον 3ο αιώνα, σε μια εποχή έντονων διωγμών από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες.

Ο ίδιος μαρτύρησε για την πίστη του, γι αυτό καλείται μάρτυρας και Άγιος της Ορθοδόξου 2 Οκτωβρίου και της Καθολικής εκκλησίας 16 Σεπτεμβρίου. Επίσης αντιμετώπισε σημαντικά εκκλησιαστικά ζητήματα που προέκυψαν στην εποχή του, όπως το βάπτισμα των αιρετικών και το ζήτημα της μετανοίας των πεπτωκότων, ενώ θεολογικά έδωσε μεγάλη βάση στην ενότητα της εκκλησίας μέσω της Θείας ευχαριστίας καθώς και της ενότητας και κοινωνίας των επισκόπων.


Μη αποδεχόμενος να εκπέσει της πίστεως του μετά από βασανισμούς αποφασίσθηκε ο αποκεφαλισμός του στις 14 Σεπτεμβρίου 258. Ο άγιος "παρέδωσε το πνεύμα του", αφού πρώτα δήλωσε με παρρησία, μπροστά στον Ανθύπατο Γαλέριο Μάξιμο, τη χριστιανική του ιδιότητα και την άρνησή του να προδώσει τους Χριστιανούς που κρύβονταν για να γλιτώσουν από το θάνατο. Εμπιστεύτηκε τα ιερά άμφια στους διακόνους του, προσευχήθηκε γονατιστός και πρόσφερε 25 χρυσά νομίσματα στο δήμιό του ως φιλοδώρημα. 

Πιό αναλυτικά Εξωτερικοί σύνδεσμοι:

Δεν υπάρχουν σχόλια: